dc.description.abstract | Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να εξετάσει τις μεταβολές στα επίπεδα των
ενδοθηλιακών παραγόντων (VEGF, TGF-βΙ & IL-10) και της απεικονιστικής βραχιόνιας
δοκιμασίας (FMD) μετά από εφαρμογή δίμηνης αερόβιας άσκησης σε ασθενείς με
αορτοστεφανιαία παράκαμψη. Εννέα ασθενείς (η=9, ηλικίας: 57,9±6,4 ετών) συμμετείχαν
σε ένα πρόγραμμα αερόβιας άσκησης αποτελούμενο από 3 συνεδρίες την εβδομάδα,
διάρκειας 70 λεπτών. Οι ασθενείς εκτελούσαν άσκηση με προοδευτικά αυξανόμενη
ένταση (περπάτημα, κωπηλατική και ποδηλάτιση) στο 50-85% της μέγιστης καρδιακής
συχνότητας. Επιπλέον, εννέα ασθενείς της ίδιας κατηγορίας (η=9, ηλικίας: 62,8±4,6 ετών)
αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Πριν την έναρξη και με την ολοκλήρωση του
προγράμματος συλλέχθηκε φλεβικό δείγμα αίματος 5 ml για την μέτρηση των
συγκεντρώσεων του VEGF, TGF-βΙ και IL-10 (μέθοδος Elisa), ενώ πραγματοποιήθηκε
απεικονιστική εξέταση της FMD. Τα αποτελέσματα παρουσίασαν αύξηση στην
ποσοστιαία αλλαγή της FMD [έναρξη 10,1% λήξη 15,9% (ρ<0.05)] κατά 57,4% για την
ομάδα άσκησης. Επιπλέον, οι τιμές του TGF-βΙ αυξήθηκαν κατά 37,3% (έναρξη 8,9±4,2
λήξη 12,3±4,1 ng/ml, ρ<0.05) και της IL-10 κατά 33,3% (έναρξη 10,2±9,2 λήξη 13,6±10,3
pg/ml, ρ<0.01), ενώ δεν διαφοροποιήθηκαν στατιστικά σημαντικά τα επίπεδα του VEGF
τα οποία ωστόσο παρουσίασαν μια αυξητική τάση. Αντιθέτως, η ομάδα ελέγχου δεν
εμφάνισε στατιστικά σημαντικές μεταβολές στις παραπάνω παραμέτρους. Συνεπώς, η
επιλογή βραχυχρόνιων προγραμμάτων αερόβιας άσκησης δύναται να βελτιώσει τα επίπεδα
των αντιφλεγμονωδών παραγόντων και την αγγειοδραστικότητα της βραχιόνιας αρτηρίας
επιδρώντας θετικά στην αγγειακή προστασία ασθενών με αορτοστεφανιαία παράκαμψη. | el |