Έλεγχος του υποδείγματος τιμολόγησης κεφαλαιουχικών περιουσιακών στοιχείων (CAPM): η περίπτωση της ελληνικής κεφαλαιαγοράς

Προβολή/ Άνοιγμα
Συγγραφέας
Γκίζα, ΑγγελικήΌνομα Επιβλέποντος
Χάλκος, Γεώργιος Εμμ.
Ημερομηνία
2005Γλώσσα
el
Πρόσβαση
ελεύθερη
Επιτομή
Όσο μπορεί να θυμηθεί κάποιος, οι άνθρωποι προσπαθούν να εκτιμήσουν το
μέλλον. Αυτό συμβαίνει και στον κόσμο των Οικονομικών. Οι επιστήμονες
προσπαθούν να εκτιμήσουν τα αναμενόμενα κέρδη για μια δεδομένη μετοχή ή
χαρτοφυλάκιο.
Για να επιτευχθεί αυτή η εκτίμηση αναπτύχθηκε η θεωρία του μοντέλου
αποτίμησης κεφαλαιουχικών στοιχείων (Capital Asset Pricing Model, CAPM). To
CAPM είναι ένα ιδεολογικό πορτραίτο για τον τρόπο με τον οποίο οι οικονομικές
αγορές τιμολογούν τις μετοχές και κατά συνέπεια προσδιορίζουν τα αναμενόμενα
κέρδη σε επενδύσεις κεφαλαίων.
Το μοντέλο παρέχει μία μεθοδολογία για την ποσοτικοποίηση του ρίσκου και
τη χρήση αυτού του ρίσκου σε εκτιμήσεις αναμενόμενων κερδών.
Η εργασία αυτή, λοιπόν, εξετάζει το υπόδειγμα αποτίμησης περιουσιακών
στοιχείων για το ελληνικό χρηματιστήριο χρησιμοποιώντας ημερήσιες αποδόσεις
μετοχών 30 επιχειρήσεων οι οποίες ήταν εισηγμένες στο ελληνικό χρηματιστήριο και
διαπραγματευόταν την περίοδο μεταξύ Σεπτεμβρίου 2003 μέχρι και τον Ιούνιο του
2005 και ελέγχει αν το εν λόγω μοντέλο ισχύει στην ελληνική κεφαλαιαγορά.
Το πρώτο μέρος της εργασίας, αρχίζει με μια σύντομη αναφορά στο
Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ) και στον σημαντικό ρόλο που έχει στην
ανάπτυξη της Οικονομίας και στον τρόπο που αυτό λειτουργεί. Στη συνέχεια, δίνεται
έμφαση στη θεωρία χαρτοφυλακίου που σχετίζεται με το CAPM και αναλύονται
βασικές έννοιες όπως η προσδοκώμενη απόδοση, ο επενδυτικός κίνδυνος και η σχέση
αυτών, οι προτιμήσεις των επενδυτών, το χαρτοφυλάκιο των μετοχών, το Μοντέλο
Markowitz, ο συντελεστής Συσχέτισης και η έννοια της διαφοροποίησης.
Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει τη θεωρία της κεφαλαιαγοράς που αποτελεί
την προέκταση της θεωρίας χαρτοφυλακίου. Ξεκινάει παρουσιάζοντας τη Γραμμή
Κεφαλαιαγοράς (CML) και το μοντέλο του CAPM και στη συνέχεια περιγράφονται
οι κυριότερες προϋποθέσεις που καθορίζουν το μοντέλο αποτίμησης κεφαλαιουχικών
στοιχείων καθώς και η έννοια του συντελεστή επικινδυνότητας (beta) και η
χρησιμότητά του στη συμπεριφορά ενός επενδυτή. Ακολουθεί αναφορά στις
εμπειρικές ενδείξεις του CAPM και στα αποτελέσματα ερευνών που έχουν γίνει κατά
το παρελθόν, για να δούμε "πόσο καλά" το μοντέλο προσαρμόζεται στον πραγματικό
κόσμο καθώς και μια αναφορά μελλοντικής επέκτασης στο πολυπαραγοντικό
υπόδειγμα APT και κλείνει συγκρίνοντας το μοντέλο αυτό με το CAPM.
Στο τρίτο μέρος γίνεται η πραγματική εφαρμογή του CAPM στις μετοχές που
επιλέχθηκαν. Γίνεται περιγραφή της μεθοδολογίας που ακολουθήθηκε, ο έλεγχος των
υποθέσεων για την ισχύ του CAPM καθώς και μια σειρά διαγνωστικών ελέγχων
προκειμένου να καταλήξουμε στην εκτίμηση των συντελεστών beta (έλεγχοι
στασιμότητας-συνολοκλήρωσης, έλεγχοι κανονικότητας, αυτοσυσχέτισης,
ετεροσκεδαστικότητας, ισοδυναμίας των συντελεστών καθώς και έλεγχοι για
σφάλματα εξειδίκευσης).
Στο τέταρτο μέρος της εργασίας γίνεται ο σχολιασμός των εμπειρικών
αποτελεσμάτων και η ερμηνεία τους.
Η εργασία ολοκληρώνεται με την παρουσίαση των συμπερασμάτων.
Ακαδημαϊκός Εκδότης
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών. Τμήμα Οικονομικών Επιστημών.