Συχνότητα και σημασία της λανθάνουσας ιαιμίας από τον ιό της ηπατίτιδας Β σε ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα C

Προβολή/ Άνοιγμα
Συγγραφέας
Γεωργιάδου, Σάρα Π.Όνομα μέλους επιτροπής
Σταθάκης, Νικόλαος Ε.
Σακκάς, Λάζαρος Ι.
Όνομα Επιβλέποντος
Νταλέκος, Γεώργιος Ν.
Ημερομηνία
2007Γλώσσα
el
Πρόσβαση
ελεύθερη
Επιτομή
Ο ιός της ηπατίτιδας Β (HBV) και ο ιός της ηπατίτιδας C (HCV)
θεωρούνται οι πιο συχνές αιτίες χρόνιας ηπατικής νόσου παγκοσμίως. Η
κύρια οδός μετάδοσης των δύο ιών γίνεται παρεντερικά και οι παράγοντες
κινδύνου για την μετάδοση αυτών είναι παρόμοιοι. Έτσι, η συν-λοίμωξη από
τον HCV και τον HBV δεν είναι σπάνια, ιδιαίτερα μάλιστα σε ενδημικές
περιοχές. Η ενεργός συν-λοίμωξη από τον HBV και τον HCV έχει συνδεθεί, σε
πολλές μελέτες, με βαρύτερη ηπατική νόσο, αυξημένη πιθανότητα ανάπτυξης
ηπατοκυτταρικού καρκινώματος και αντίσταση στη θεραπεία με α-
ιντερφερόνη.
Ως «λανθάνουσα» ηπατίτιδα Β ορίζεται η παρουσία HBV-DNA στον
ορό ή στο ήπαρ ασθενών με αρνητικό HBsAg. Η συχνότητα και η κλινική
σημασία της λανθάνουσας ηπατίτιδας Β σε ασθενείς με χρόνια λοίμωξη από
τον HCV παραμένει άγνωστη στη χώρα μας. Επιπλέον, η κλινική σημασία της
λανθάνουσας λοίμωξης από τον HBV στην εξέλιξη της χρόνιας ηπατίτιδας C
παραμένει ασαψής.
Στόχοι της παρούσης εργασίας ήταν:
• Ο προσδιορισμός της συχνότητας της λανθάνουσας ηπατίτιδας από
τον HBV σε ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα C από την Κεντρική Ελλάδα.
• Η εκτίμηση της κλινικής σημασίας της λανθάνουσας ηπατίτιδας Β στην
εξέλιξη της χρόνιας ηπατίτιδας C. Για το λόγο αυτό, η παρουσία του
HBV-DNA συσχετίστηκε, επιπλέον, με επιδημιολογικά, κλινικά,
εργαστηριακά, ιολογικά και ιστολογικά δεδομένα των ασθενών με
χρόνια λοίμωξη από τον HCV, καθώς και με την ανταπόκριση στη θεραπεία εκείνων των ασθενών που έλαβαν αντιική αγωγή με α-
ιντερφερόνη.
Την ομάδα ελέγχου της μελέτης μας αποτέλεσαν 100 ασθενείς με διάφορα
άλλα μη ιογενή ηπατικά νοσήματα καθώς και 282 υγιείς αιμοδότες.
Η συχνότητα ανεύρεσης λανθάνουσας ηπατίτιδας Β ήταν, στατιστικώς,
σημαντικά μεγαλύτερη στους ασθενείς με χρόνια λοίμωξη από τον HCV τόσο
σε σχέση με την ομάδα ελέγχου όσο και με τους υγιείς αιμοδότες. Σε
συμφωνία με άλλους ερευνητές, τα επίπεδα της ιαιμίας του HBV στους
ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα C βρέθηκαν πολύ χαμηλά, υποδηλώνοντας
πιθανό ανασταλτικό ρόλο του HCV επί του HBV, όπως έχει αναφερθεί,
άλλωστε, στην ενεργό συν-λοίμωξη από τον HBV και τον HCV.
Στους ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα C, η παρουσία του HBV-DNA δε
συσχετίζονταν με την ηλικία, το φύλο, την πηγή και τη διάρκεια της λοίμωξης
καθώς και άλλους δημογραφικούς ή επιδημιολογικούς παράγοντες (ιστορικό
εγχειρήσεων στο παρελθόν, τατουάζ, ενέσεις με κοινόχρηστες σύριγγες,
παραδοσιακές πρακτικές).
Επιπρόσθετα, η οροθετικότητα του HBV-DNA στους ασθενείς με χρόνια
ηπατίτιδα C και στην ομάδα ελέγχου δε σχετίζονταν με διάφορες κλινικές
(όπως την παρουσία ή όχι συμπτωμάτων και εξωηπατικών εκδηλώσεων και
το στάδιο της νόσου) και εργαστηριακές παραμέτρους. Παρομοίως, η
παρουσία του HBV-DNA στους ασθενείς με χρόνια λοίμωξη από τον HCV δε
σχετίζονταν με ιολογικές παραμέτρους (επίπεδα του HCV-RNA και γονότυπος
του HCV).
Κανένας ορολογικός δείκτης λοίμωξης από τον HBV δε βρέθηκε να
σχετίζεται με την παρουσία HBV-DNA τόσο στους ασθενείς με χρόνια HCV λοίμωξη όσο και στην ομάδα ελέγχου. Στους 107 ασθενείς με χρόνια
ηπατίτιδα C που υπεβλήθησαν σε βιοψία ήπατος, η παρουσία του HBV-DNA
δε σχετίζονταν με τη βαρύτητα των ιστολογικών δεδομένων.
Τέλος, δε βρέθηκε συσχέτιση μεταξύ της οροθετικότητας για HBV-DNA και
της ανταπόκρισης στην θεραπεία (βιοχημικής, ιολογικής και ιστολογικής) τόσο
της πρώιμης όσο και της παρατεταμένης (6 μήνες μετά το τέλος της αγωγής).
Συμπερασματικά, η πρώτη αυτή μελέτη μεγάλου δείγματος Ελλήνων
ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα C ανέδειξε την παρουσία σε σημαντικό
ποσοστό λανθάνουσας ηπατίτιδας Β. Η συχνότητα αυτή ήταν πολύ
μεγαλύτερη σε σχέση με τα ποσοστά λανθάνουσας ιαιμίας σε ασθενείς με
χρόνια μη ιογενή ηπατικά νοσήματα και σε υγιείς αιμοδότες. Η αναπαραγωγή
του HBV φαίνεται να καταστέλλεται από τον HCV, αφού τα επίπεδα ιαιμίας
που ανιχνεύθηκαν ήταν πολύ χαμηλά, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί και η
αυτόματη κάθαρση του ιού. Κανένας ορολογικός δείκτης λοίμωξης από τον
HBV δε βρέθηκε να σχετίζεται με την παρουσία HBV-DNA τόσο στους HCV-
ασθενείς όσο και στην ομάδα ελέγχου. Τα αποτελέσματα της παρούσας
μελέτης δείχνουν ότι η λανθάνουσα HBV λοίμωξη δε φαίνεται να επηρεάζει
την εξέλιξη της HCV-σχετιζόμενης ηπατικής νόσου και δεν επιβαρύνει
σημαντικά τόσο τα κλινικά χαρακτηριστικά όσο και την ιστολογική εικόνα των
ασθενών αυτών. Εντούτοις, περαιτέρω προοπτικές μελέτες μακρύτερης
διάρκειας χρειάζονται, ώστε να αποσαφηνιστεί με μεγάλη ακρίβεια ο ρόλος
της λανθάνουσας λοίμωξης από τον HBV στη χρόνια ηπατίτιδα C.
Ακαδημαϊκός Εκδότης
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Σχολή Επιστημών Υγείας. Τμήμα Ιατρικής.
Collections
- Διδακτορικές Διατριβές (ΤΙ) [632]
- Διδακτορικές Διατριβές ΠΘ [1594]