Η ελληνική οικονομία εντός και εκτός της ευρωπαϊκής ένωσης και οι επιπτώσεις από τη συμμετοχή της Ελλάδος στην ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική
Resumen
Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Ελλάδας προϋπήρχε της διασύνδεσης της
πορείας της χώρας με τις προσπάθειες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης εντός της
Κοινότητας. Το γεγονός αυτό διαφαίνεται από την περίοδο που ακολούθησε μετά την
απελευθέρωση της Ελλάδος (1944), όπου γίνονταν προσπάθειες επαναφοράς στα
προπολεμικά επίπεδα ανάπτυξης. Το αποτέλεσμα κρίθηκε επιτυχημένο μέσω πόρων
του εξωτερικού. Απόρροια ήταν η βαθμιαία οικοδόμηση ενός κράτους με
αναπτυξιακές φιλοδοξίες και η μετάβαση από ένα σύστημα διοικητικών ελέγχων των
τιμών και των ποσοτήτων στη φιλελευθεροποίηση. Λίγο αργότερα, η Ελλάδα άρχισε
μια μακρά διαδικασία ενσωμάτωσης στην Κοινοτική οικονομία με συγκεκριμένη
διάσταση , την Συμφωνία Σύνδεσης (1959). Ακολούθησαν πολιτικές αναταράξεις που
δεν σταμάτησαν την οικονομική άνοδο , αλλά οδήγησαν στο πραξικόπημα. Συνέπεια
των δικτατορικών κυβερνήσεων ήταν η αποκοπή της Ελλάδος από τις ευρωπαϊκές
εξελίξεις, εφαρμόστηκε μόνο το μέρος της Συμφωνίας που αφορούσε την τελωνειακή
ένωση και τελικά επήλθε η αποχώρηση της χώρας από το Συμβούλιο της Ευρώπης
(1969). Στη συνέχεια με την εγκαθίδρυση του δημοκρατικού πολιτεύματος και την
οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε οι μακροοικονομικές επιδόσεις ήταν
ικανοποιητικές. Παρά τη δυσμενή διεθνή συγκυρία, η ελληνική κυβέρνηση
υποβάλλει αίτηση για πλήρη ένταξη στην Κοινότητα (1975), χωρίς να περιμένει την
εφαρμογή της Συμφωνίας Σύνδεσης. Η αρχική αντίδραση της κοινότητας ήταν η
θέσπιση προενταξιακής περιόδου, κάτι το οποίο δεν έγινα δεκτό από την ελληνική
πλευρά κι έτσι υπογράφηκε η Πράξη Προσχώρησης (1981). Το πέρασμα από την
δεκαετία του 80 στη δεκαετία του 90, η ελληνική κοινωνία είχε εκσυγχρονιστεί αλλά
η οικονομία της παρουσίαζε συσσωρευμένα προβλήματα. Παράλληλα, το ευρωπαϊκό
περιβάλλον με τη σύναψη της Συνθήκης για την Ε.Ε., όπου προέβλεπε τη δημιουργία
ενός συγκεντρωτικού νομισματικού συστήματος εντός της Ε.Ε. μα κοινό νόμισμα και
μια υπερεθνική Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η διαδικασία αυτή θα
ολοκληρωνόταν μέσα από τρία συγκεκριμένα στάδια της ΟΝΕ. Η νέα Συνθήκη βρήκε
την Ελλάδα απροετοίμαστη, για αυτό οι εκάστοτε κυβερνήσεις προχώρησαν σε
προσπάθειες σύγκλισης με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Η συμμετοχή της χώρας μας
κατέστη εφικτή και πραγματοποιήθηκε το 2001. σήμερα η Ε.Ε. είναι μια οικογένεια
δημοκρατικών χωρών με κοινά θεσμικά όργανα που συνεργάζονται για την ευημερία
και την ειρήνη, ενώ το βασικότερο καθήκον τους είναι η χάραξη και η εφαρμογή
νομισματικής πολιτικής για τη ζώνη του ευρώ, η Συνθήκη, που προαναφέρθηκε, και
το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) αποτελούν την νομική βάση για την ενιαία νομισματική πολιτική. Το ΕΣΚΤ
απαρτίζεται από την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες (Εθν.ΚΤ) της Ε.Ε.
Επίσης, και το Ευρωσύστημα αποτελείται από την ΕΚΤ και τις Εθν.ΚΤ των κρατών-
μελών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ, σε αυτά ασκείται ενιαία νομισματική πολιτική
με άμεσο στόχο την διαφύλαξη της αξίας του ευρωπαϊκού νομίσματος. Οι αποφάσεις
νομισματικής πολιτικής λαμβάνονται από το συμβούλιο κυβέρνησης της ΕΚΤ. Τα
κράτη-μέλη ασκούν τις οικονομικές τους πολιτικές με σκοπό να συμβάλλουν στην
υλοποίηση των στόχων της Κοινότητας, οι οποίες θεωρούνται κοινού ενδιαφέροντος.
Η πορεία της ελληνικής οικονομίας προς τη ΟΝΕ συνοδεύεται κυρίως από την
κυρίαρχη αντίληψη και τη επίσημη πολιτική από ένα κλίμα ευφορίας για τις
επιπτώσεις, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τους μισθούς, την ανεργία, το βιοτικό επίπεδο των
εργαζομένων και την ενσωμάτωση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στην
ευρύτερη χρηματοπιστωτική αγορά.
Academic publisher
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών. Τμήμα Οικονομικών Επιστημών.