Ποσοτική και ποιοτική αξιολόγηση των πλέον διαδεδομένων ποικιλιών βαμβακιού στη Θεσσαλία με βάση και το πρότυπο COTMAN
Προβολή/ Άνοιγμα
Συγγραφέας
Καλφούντζος, Π. Γ.Όνομα Επιβλέποντος
Γαλανοπούλου-Σενδουκά, Στέλλα Ν.
Ημερομηνία
2003Γλώσσα
el
Σημειώσεις
Παρατηρήσεις έκδοσης: παρόραμα στη σελιδαρίθμηση.
Πρόσβαση
ελεύθερη
Επιτομή
Το βαμβάκι είναι φυτό μεγάλου βιολογικού κύκλου, παρατεταμένης
ανθοφορίας και καρποφορίας. Συνεπεία αυτών των χαρακτηριστικών και των
οριακών κλιματολογικών συνθηκών της χώρας μας προκύπτει η ανάγκη
χρησιμοποίησης κατάλληλων ποικιλιών, σωστών καλλιεργητικών πρακτικών
και ορθολογικής χρήσης των εισροών. Η χρησιμοποίηση της κατάλληλης
ποικιλίας είναι μεγάλο πρόβλημα για τον βαμβακοκαλλιεργητή καθώς έχει να
επιλέξει από πολλές που του διατίθενται χωρίς να έχουν προσδιορισθεί οι
προσαρμοσμένες για κάθε περιοχή. Ο χρόνος και η μορφή κάθε παρέμβασης
υπαγορεύεται από τα χαρακτηριστικά των βαμβακοφύτων σε κάθε στάδιο της
αύξησης και της ανάπτυξής των.
Για την παρακολούθηση και καταγραφή αυτών των χαρακτηριστικών έχουν
αναπτυχθεί διάφορα μοντέλα προσομοίωσης, περισσότερο ή λιγότερο
πολύπλοκα και δυσχερή στην εφαρμογή τους σε μεγάλη κλίμακα. Ένα
μοντέλο εύκολο στη χρήση του αναπτύχθηκε από το Πανεπιστήμιο του
Arkansas με την ονομασία COTMAN. Είναι ένα μοντέλο που μελετά και
αξιολογεί την αύξηση και ανάπτυξη του βαμβακιού παρέχοντας πληροφορίες
ορθής διαχείρισης της βαμβακοφυτείας. Έχει την δυνατότητα να «διαβάζει»
και να ερμηνεύει την τρέχουσα κατάσταση του φυτού επιτρέποντας την
«θεραπεία» των παραγόντων που τυχόν έχουν προκαλέσει κακουχίες.
Με σκοπό τον έλεγχο, αν οι πλέον διαδεδομένες ποικιλίες στη Θεσσαλία είναι
προσαρμοσμένες και για διερεύνηση της εφαρμογής του COTMAN στις
Ελληνικές συνθήκες, για πρώτη φορά, εγκαταστάθηκε στην περιοχή της
Λάρισας πειραματικός αγρός εννέα ποικιλιών βαμβακιού, μεγάλου εύρους
πρωιμότητας, από τις πλέον διαδεδομένες στην περιοχή της Θεσσαλίας. Με
βάση τα προκαταρτικά στοιχεία διαπιστώθηκε ότι οι καμπύλες ανάπτυξης
όλων των ποικιλιών έχουν ανάλογη συμπεριφορά με την καμπύλη «στόχος»
των συνθηκών της Αμερικής αλλά διαφέρουν σημαντικά ως προς τον ρυθμό
αύξησης και τα επί μέρους στάδια ανάπτυξης. Από τη στατιστική ανάλυση των
ποσοτικών χαρακτηριστικών δεν προέκυψε σημαντική διαφορά. Η ανάλυση
των ποιοτικών χαρακτηριστικών έδειξε μια υπεροχή των Ελληνικών ποικιλιών
έναντι των εισαγόμενων στο μήκος και στην ομοιομορφία. Από τα παραπάνω
προκύπτει ότι οι πσιίάλίες που εξετάσθηκαν μπορούν να θεωρηθούν ως
ομάδα ποικιλιών προσαρμοσμένων στο Θεσσαλικό χώρο και με ομοειδή
ποιοτικά χαρακτηριστικά και να υποδεικνύονται για καλλιέργεια στην περιοχή.
Η διεύρυνση και ερμηνεία των αποτελεσμάτων θα αποτελέσει αντικείμενο
περαιτέρω έρευνας.
Ακαδημαϊκός Εκδότης
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Σχολή Γεωπονικών Επιστημών. Τμήμα Γεωπονίας Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος.