Χρωματογραφικός προσδιορισμός αρτεμισινίνης και παραγώγων της με υγρή χρωματογραφία υψηλής απόδοσης (HPLC) και ανιχνευτή υπεριώδους (UV)
Προβολή/ Άνοιγμα
Συγγραφέας
Ζαρογιάννης, ΣωτήριοςΌνομα Επιβλέποντος
Τσιρόπουλος, Νικόλαος Γ.
Ημερομηνία
2002Γλώσσα
el
Σημειώσεις
Παρατηρήσεις έκδοσης: κακέκτυπες σελίδες.
Πρόσβαση
ελεύθερη
Επιτομή
Ο στόχος της πτυχιακής αυτής εργασίας ήταν η ανάπτυξη μιας νέας μεθόδου για
τον ποιοτικό και ποσοτικό προσδιορισμό της αρτεμισινίνης και της διυδροαρτεμισινίνης.
Ο λόγος για τον οποίο μας ενδιαφέρουν οι ουσίες αυτές είναι ότι αποτελούν πολλά
υποσχόμενα και ικανά φάρμακα κατά της ελονοσίας που ανταποκρίνονται στη διπλή
πρόκληση που επιβάλλεται από την ανάπτυξη ανθεκτικών στελεχών παρασίτων στα
υπολουπα ανθελονοσιακά φάρμακα και απο την ταχύτατη ανάπτυξη της συγκεκριμένης
ασθένειας σε ορισμένες περιοχές του πλανήτη μας.
Η πειραματική διαδικασία αναφέρεται στη δυνατότητα σχηματισμού παραγώγων
μετά από θέρμανση των προαναφερομένων ουσιών σε όξινο και βασικό περιβάλλον. Τα
πειραματικά αποτελέσματα έδειξαν οτι όσον αφορά την αρτεμισινίνη δεν παρατηρείται
σχηματισμός κάποιου παραγώγου της μετά από περίοδο θέρμανσης 60min, ενώ
αντιθέτως παρατηρείται ο πλήρης σχηματισμός παραγώγου της διυδροαρτεμισινίνης, το
οποίο παρουσιάζει υψηλή απορρόφηση στην περιοχή 250-260 nm.
Η χρωματογραφική ανάλυση σε σύστημα υγρής χρωματογραφίας υψηλής
απόδοσης με στήλη αντίστροφης φάσης τύπου HyPURITY Advance (5 pm) διαστάσεων
150x4,6 mm, με ισοκρατική ανάλυση [40% Ακετονιτρίλιο (HPLC)-60% Νερό (HPLC)]
και με ανίχνευση στα 254nm αποδείχθηκε ικανοποιητική για το διαχωρισμό και τον
ποσοτικό προσδιορισμό του σχηματιζομενου παραγώγου και μέσω αυτού της
διυδροαρτεμισινίνης. Η ευαισθησία του χρωματογραφικού συστήματος ως προς το
σχηματιζόμενο παράγωγο βρέθηκε στα 0,04 μμ. Η αναπτυχθείσα μέθοδος είναι απλή ,
οικονομική και εμφανίζει εξαιρετική γραμμικότητα στην περιοχή από 125 μέχρι 1000
μμ/ml που δοκιμάστηκε. Η ανωτέρω μέθοδος προτείνεται να χρησιμοποιηθεί στον
προσδιορισμό της διυδροαρτεμισινίνης σε φαρμακευτικά σκευάσματα και μετά από
περαιτέρω βελτιώσεις σε βιολογικά υγρά.
Στο πρώτο μέρος της εργασίας γίνεται εκτενής αναφορά στην ελονοσία, στο
δεύτερο γίνεται λόγος για την αρτεμισινίνη και τα παράγωγά της, το τρίτο είναι το
αναλυτικό μέρος και τέλος στο τέταρτο αναλύεται το πειραματικό μέρος της εργασίας.
Ακαδημαϊκός Εκδότης
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Πρόγραμμα Σπουδών Επιλογής. Τμήμα Ιατρικής Βιοχημείας.